συμπληρωματικότητα

Z Wikislovníku
Skočit na navigaci Skočit na vyhledávání

řečtina

[editovat]

výslovnost

[editovat]
  • IPA: [sim.blɪ.rɔ.ma.ti.ˈko.ti.ta]

etymologie

[editovat]

Morfologický kalk buďto přímo francouzského complémentarité nebo odvozeno od příslušného adjektiva συμπληρωματικός, které je kalkem francouzského complémentaire.

podstatné jméno

[editovat]
  • rod ženský

skloňování

[editovat]
Substantivum singulár plurál
nominativ συμπληρωματικότητα συμπληρωματικότητες
genitiv συμπληρωματικότητας συμπληρωματικότητων
akuzativ συμπληρωματικότητα συμπληρωματικότητες
vokativ συμπληρωματικότητα συμπληρωματικότητες

význam

[editovat]
  1. komplementarita, komplementárnost, vzájemné doplňování se
    • Ο από κοινού σχεδιασμός, προγραμματισμός και υλοποίηση των παρεμβάσεων εκπαίδευσης, απασχόλησης, κατάρτισης και δια βίου μάθησης αναμένεται να συμβάλλει στη μεγιστοποίηση των συνεργειών και της συμπληρωματικότητας τους, καθώς και στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού κατά την προγραμματική περίοδο 2014-2020 – Společné plánování, programování a implementace zásahů vzdělávání, zaměstnanosti, školení a celoživotního vzdělávání by mělo přispět k maximalizaci synergií a jejich komplementarity a k dosažení cílů stanovených pro rozvoj lidských zdrojů v programovém období 2014-2020[1]
    • Σέβομαι παρά πολύ την συμπληρωματικότητά τους. – Velmi si vážím jejich komplementarity.

související

[editovat]

poznámky

[editovat]